Η σημερινή επικαιρότητα μονοπωλείται από την εντεινόμενη οικονομική κρίση και τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα εκπλήρωσης των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας.
Τι νόημα έχει λοιπόν να ασχολούμαστε με έννοιες όπως η κλιματική αλλαγή;
Κι όμως, η οικονομική διάσταση της μεταβολής του κλίματος είναι τεράστια. Αυτή η αντίληψη δεν προέκυψε τώρα, αφού εδώ και δεκαετίες τα κράτη σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο έχουν ξεκινήσει συζητήσεις και δράσεις που αφορούν στο συγκεκριμένο φαινόμενο. Σήμερα όμως έχουν προκύψει βάσιμες ενδείξεις ότι η αποφυγή κατανόησης της μεταβολής του κλίματος και η απραξία αναφορικά με την προσαρμογή της ανθρωπότητας σε αυτή την αλλαγή μπορεί να έχει σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία. Επιστήμονες της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την αλλαγή του Κλίματος (IPCC) εκτίμησαν, με βεβαιότητα άνω του 50%, ότι η μείωση στο παγκόσμιο ΑΕΠ μπορεί να φτάσει το 2% έως το τέλος του αιώνα.
Το έντονο αυτό ενδιαφέρον αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι οι πολιτικές ηγεσίες των Η.Π.Α και της Κίνας έχουν θέσει την πολιτική προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή στις άμεσες προτεραιότητές τους, ενώ η παγκόσμια κοινότητα, στο πλαίσιο των συζητήσεων που λαμβάνουν χώρα εντός του ΟΗΕ, πρόκειται να συναντηθεί στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 2015 στο λεγόμενο COP 21 (Conference of the Parties).
Η εκτίμηση των επιπτώσεων της μεταβολής του κλίματος σε μια οικονομία είναι μια πολυσύνθετη και με πολλές αβεβαιότητες διαδικασία. Την ίδια ώρα που κάποιες περιοχές του πλανήτη μπορεί να ευνοούνται από αυτή την αλλαγή όσον αφορά την παραγωγικότητα των καλλιεργειών ταυτόχρονα μπορεί να διατρέχουν και υψηλό κίνδυνο λόγω της αύξησης της στάθμης της θάλασσας. Στην Ταϊλάνδη για παράδειγμα, μια αύξηση του ύψους της θάλασσας από 50-100 εκατοστά μπορεί να προκαλέσει μείωση του ΑΕΠ από 0,36% έως 0,69% που αντιστοιχεί σε 300 έως 600 εκατομμύρια δολάρια κατ' έτος. Την ίδια ώρα το ετήσιο κόστος προστασίας της ακτογραμμής της Σιγκαπούρης εκτιμάται μεταξύ 0,3 και 5,7 εκ. δολαρίων μέχρι το 2050 και 0,9 έως 16,8 εκ. δολαρίων μέχρι το 2100. Αντίστοιχη αύξηση της στάθμης της θάλασσας μπορεί να οδηγήσει σε υποχρεωτική μετανάστευση περισσότερους από 2 εκατομμύρια κατοίκους της Αλεξάνδρειας και άλλων πόλεων που βρίσκονται στο δέλτα του ποταμού Νείλου στην Αίγυπτο.
Με βάση τα παραπάνω γίνεται κατανοητό γιατί αρκετά κράτη με αναπτυγμένες ή υπό ανάπτυξη οικονομίες έχουν πραγματοποιήσει ή προχωρούν σε μελέτες εκτίμησης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στις εθνικές τους οικονομίες. Στην Ελλάδα, το 2009 με πρωτοβουλία του τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Γεωργίου Προβόπουλου, συστήθηκε η Επιτροπή Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) με στόχο την εκπόνηση μελέτης σχετικά με τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα. Τον συντονισμό της προσπάθειας αυτής είχε ο ακαδημαϊκός κ. Χρήστος Ζερεφός και συμμετείχαν αναγνωρισμένοι για το επιστημονικό τους έργο καθηγητές και ερευνητές Ελληνικών Πανεπιστημίων και Ερευνητικών Ιδρυμάτων καλύπτοντας ένα μεγάλο φάσμα της επιστήμης (Υγεία, Τουρισμός, Μεταφορές, Γεωργία, Δομημένο Περιβάλλον, κλπ).
Η προσπάθεια αυτή ολοκληρώθηκε το 2011 με την έκδοση της μελέτης «Οι Περιβαλλοντικές, Οικονομικές και Κοινωνικές Επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής στην Ελλάδα». Με βάση τα μοντέλα και τα υποδείγματα υπολογισμού της ανθρωπογενούς παρέμβασης που χρησιμοποιήθηκαν αναμένεται ότι κατά το τέλος του 21ου αιώνα, η βροχή θα μειωθεί μεταξύ 5% έως 19%, σε επίπεδο επικράτειας ενώ η θερμοκρασία του αέρα θα αυξηθεί μεταξύ περίπου 3,0 ˚C και 4,5 ˚C, αντίστοιχα. Επιπλέον στην ηπειρωτική Ελλάδα θα αυξηθεί ο αριθμός των ημερών με θερμοκρασίες άνω των 35 ˚C ενώ στη Βόρεια Ελλάδα θα μειωθούν οι ημέρες με νυκτερινό παγετό. Επιπλέον, η άνοδος της θερμοκρασίας θα έχει ως συνέπεια την αύξηση της χρονικής διάρκειας της βλαστητικής περιόδου κατά 15-35 ημέρες.
Μερικές χαρακτηριστικές συνέπειες των παραπάνω κλιματικών μεταβολών είναι η αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας για ψύξη το καλοκαίρι και η μείωση των ενεργειακών απαιτήσεων για θέρμανση το χειμώνα. Μια άλλη πιθανή συνέπεια είναι ότι η ελαιοκαλλιέργεια στη νότια Ελλάδα θα αντιμετωπίσει περισσότερες δυσκολίες ενώ αντίθετα οι συνθήκες θα γίνουν ευνοϊκότερες σε βορειότερες περιοχές σε σχέση με σήμερα. Συμπερασματικά, η μελέτη έδειξε ότι το κόστος των οικονομικών επιπτώσεων κυμαίνεται στα 700 δισεκ. Ευρώ για το σενάριο μη Δράσης, δηλαδή αν ως Έλληνες συνεχίσουμε να καταναλώνουμε, να παράγουμε, να χτίζουμε, να μετακινούμαστε και γενικότερα να ζούμε με τον τρόπο που το κάνουμε σήμερα. Το κόστος αυτό είναι διπλάσιο του χρέους που έχει η πατρίδα μας.
Σε πρόσφατη συνάντηση με τα μέλη της ΕΜΕΚΑ ο νυν πρόεδρος της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Γιάννης Στουρνάρας εκδήλωσε την υποστήριξή του στο έργο της επιτροπής προτρέποντάς την να συνεχίσει στο επόμενο ολοκληρωμένο βήμα. Στη σύνταξη δηλαδή ενός Εθνικού Προγράμματος για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Ενός προγράμματος που θα περιγράψει τις δράσεις που θα πρέπει να αναλάβουμε σε εθνικό επίπεδο σε όλους τους τομείς. Από την πρωτογενή παραγωγή μέχρι τον τουρισμό και από τον τρόπο που κατασκευάζουμε δημόσια έργα και υποδομές μέχρι την υγεία. Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος υποστηρίζει την συγκεκριμένη προσπάθεια καθώς η ολοκλήρωση του προγράμματος θα θέσει την Ελλάδα, ακόμα και κάτω από τις παρούσες δύσκολες συνθήκες στην πρώτη γραμμή των χωρών στη μάχη ενάντια στην κλιματική αλλαγή.
Δημήτρης Βολουδάκης Γεωπόνος Ερευνητής ΕΜΕΚΑ (Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλιο σας